- κριτσανίζω
- βλ. γριτζανίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γριτζανίζω — και κριτσανίζω 1. τρώω ξερά πράγματα που τρίζουν, ροκανίζω 2. (για φαγητά) τρίζω κατά τη μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη (πρβλ. γρατσουνίζω)] … Dictionary of Greek
κριτσάνισμα — το [κριτσανίζω] μάσηση τραγανής τροφής … Dictionary of Greek
κροκέτα — η σφαιρικό ή κυλινδρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας, κιμά, ψάρι κ.λπ., πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και βουτηγμένο σε χτυπημένο αβγό πριν από το τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croquette < γαλλ. croquet «κριτσανίζω, μασουλώ», λ. που… … Dictionary of Greek
μαστιχώ — μαστιχῶ, άω (Α) 1. τρίζω, κριτσανίζω τα δόντια 2. μέσ. μαστιχῶμαι, άομαι ως γλώσσα τού Ησύχ. στο μασταρίζειν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστ ιχ ῶ, άλλος τ. τού ρ. μαστάζω < μάσταξ «στόμα, σαγόνι». Τόσο το μαστ αρύζω* όσο και το μαστ ιχ ώ αποτελούν… … Dictionary of Greek
scârţ — interj. 1. Cuvânt care imită zgomotul ascuţit, strident produs de uşi, roţi etc. ♦ Cuvânt care imită zgomotul ascuţit, alternativ al unui lucru care se mişcă când într un sens, când în altul. ♦ Compus; (depr.) scârţa scârţa pe hârtie s.m. =… … Dicționar Român